δάπης

δάπης
δάπτω
—devour
aor ind pass 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μακροδαπής — μακροδαπής, ές (AM) 1. αυτός που βρίσκεται σε απομακρυσμένο μέρος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μακροδαπές η μακρινή απόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + δαπής (πρβλ. αλλο δαπής)] …   Dictionary of Greek

  • σιτοδάπης — ὁ, Α αυτός που κατατρώγει το σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + δάπης, αντί τού δάπτης (< δάπτω «κατατρώγω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”